ΤΟ ΑΓΡΙΟΓΙΔΟ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΜΑΣ

Συντάκτης: Χαρητάκης Παπαϊωάννου, Δρ. Βιολόγος
cst1_0322

ΤΟ ΑΓΡΙΟΓΙΔΟ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΜΑΣ

Συστηματική κατάταξη

Το γένος του Αγριόγιδου (Rupicapra sp.) ανήκει στην τάξη των Αρτιοδάκτυλων θηλαστικών (Artiodactyla) και αποτελεί μέλος της οικογένειας Bovidae. Ειδικότερα, περιλαμβάνεται στην υπο-οικογένεια των Αιγαγροειδών (Caprinae) και πιο συγκεκριμένα στην ολιγάριθμη ομάδα των Rupicaprini. Το γένος του Αγριόγιδου (Rupicapra sp.) χωρίζεται σε δύο είδη: στο ΒόρειοΑγριόγιδο (Rupicapra rupicapra) και στο ΝότιοΑγριόγιδο (Rupicapra pyrenaica). Στην Ελλάδα όλα τα αγριόγιδα ανήκουν στο Βόρειο Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra) και πιο συγκεκριμένα σε ένα από τα επτά υποεiδη αυτού, το οποίο είναι τοΑγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupίcapra balcanica).

Περιγραφή- Εξωτερικά χαρακτηριστικά

Με μια πρώτη ματιά το αγριόγιδο παρουσιάζει ομοιότητα με την οικιακή κατσίκα (αίγα), από όπου και – προφανώς- προέκυψε το κοινό όνομά του το οποίο λίγο πολύ είναι παρόμοιο σε όλες τις Βαλκανικές χώρες. Ωστόσο, το αγριόγιδο χαρακτηρίζεται από μια αισθητά πιο συμπαγή δομή σώματος και διαθέτει μια σειρά ιδιαίτερων μορφολογικών και ηθολογικών χαρακτηριστικών, τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν προσαρμογές στο περιβάλλον των μεγάλων υψομέτρων.
Ένα από τα κύρια γνωρίσματα του αγριόγιδου είναι ότι όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως φύλου, φέρουν στην κεφαλή ένα ζευγάρι κέρατα στο χρώμα του έβενου, τα οποία είναι όρθια, αλλά οι άκρες τους περιστρέφονται προς τα πίσω και μοιάζουν με άγκιστρα. Τα κέρατα αυξάνουν καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του αγριόγιδου, αν και η ανάπτυξη αυτών είναι περισσότερο έντονη στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Όσον αφορά στο τρίχωμα, το αγριόγιδο διαθέτει έναν χαρακτηριστικό λευκό χρωματισμό στο πρόσωπο, το οποίο στολίζεται από δύο σκούρες ζώνες που ξεκινώντας από τα αυτιά καταλήγουν στα ρουθούνια. Παρουσιάζει μια εποχιακή διαφοροποίηση του τριχώματός του σώματός του, με εξαίρεση την περιοχή του προσώπου, της ουράς και της κοιλιακής χώρας όπου τα άτομα του είδους διατηρούν το λευκό (ενδεχομένως ανοιχτό μπεζ) χρωματισμό.
Το χειμερινό τρίχωμα, σε σύγκριση με το καλοκαιρινό, είναι πυκνότερο και τα αρσενικά εμφανίζουν μια σχεδόν εντελώς μαύρη απόχρωση, ενώ τα θηλυκά πολύ σκούρα καφετιά. Το καλοκαιρινό τρίχωμα είναι καφετί προς μπεζ και συνήθως-σε αντίθεση με το χειμώνα- τα αρσενικά είναι περισσότερο ανοιχτόχρωμα.

Οι προσαρμογές στο βουνό

Όπως τα περισσότερα μεγάλα θηλαστικά που ζουν στα βουνά, το αγριόγιδο ανέπτυξε ειδικές προσαρμογές για να αντιμετωπίσει τα κυριότερα ζητήματα του περιβάλλοντός του, δηλαδή: (α) τη μειωμένη περιεκτικότητα του αέρα σε οξυγόνο, (β) τις ιδιαrτερα χαμηλές θερμοκρασrες, (γ) την κrνηση σε ιδιαrτερα επικλινή εδάφη και σε ποικιλία υποστρωμάτων και (δ) την επιβίωση κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε συνδυασμό με τα περιορισμένα τροφικά αποθέματα.
Στα μεγάλα υψόμετρα παρατηρείται μια αισθητή μείωση της ατμοσφαιρικής πίεσης και κατά συνέπεια της περιεκτικότητας σε οξυγόνο. rια την ακρίβεια, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 2000m ή και ακόμα παραπάνω, όπου συναντούμε συνήθως τα αγριόγιδα, το οξυγόνο μειώνεται κατά 22% με 33%. Για να δεσμεύσει και να τροφοδοτήσει τον οργανισμό του με οξυγόνο, το αγριόγιδο διαθέτει μία ιδιαίτερα μεγάλη καρδιά σε σχέση με το μέγεθος του, η οποία ζυγίζει 300 με 350 γραμμάρια στα ενήλικα άτομα, βάρους 30 με 50 κιλών. Επίσης, σε κάθε κυβικό χιλιοστό αίματος περιέχονται 12 με 13 εκατομμύρια ερυθρών αιμοσφαιρίων και οι σφυγμοί του αγριόγιδου συνήθως είναι 80 με 85 ανά λεπτό, αλλά μπορεί να φτάσουν και τους 200 ανά λεπτό σε περιπτώσεις έντονης ενεργητικότητας. Για λόγους σύγκρισης, αναφέρεται ότι η καρδιά ενός ανθρώπου, βάρους 60 με 80 κιλών, ζυγίζει 300- 500 γραμμάρια και περιέχει μόνο 4 με 5 εκατομμύρια ερυθρά αιμοσφαίρια ανά κυβικό χιλιοστό. Επίσης, οι πνεύμονες του αγριόγιδου είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι και φτάνουν σε βάρος το 1 κιλό. Αναφορικά με το ψύχος, το αγριόγιδο το ξεπερνά με τη βοήθεια του πυκνού χειμερινού τριχώματος, που αποτελείται από τρία στρώματα σε συνδυασμό με το σκούρο καφέ -σχεδόν μαύρο- χρώμα του σώματος που επιτυγχάνει την καλύτερη δυνατή απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας.
Το αγριόγιδο είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στην κίνηση στα απόκρημνα εδαφικά υποστρώματα των βουνών. Τα δύο δάκτυλα των ποδιών του μπορεί να αποκλίνουν μεταξύ τους και να κινούνται μπρος και πίσω το ένα σε σχέση με το άλλο, πράγμα που τους επιτρέπει να είναι πάντα ταυτόχρονα σε απόλυτη επαφή με το έδαφος.
Τέλος, το πεπτικό σύστημα του αγριόγιδου, που είναι παρόμοιο με εκείνο των άλλων μηρυκαστικών, έχει τη στομαχική μικροχλωρίδα που χρειάζεται, ώστε να αξιοποιεί αποτελεσματικότερα την σκληρή και κακής ποιότητας τροφή που αναγκάζεται να καταναλώνει το χειμώνα. Πέρα από αυτό, η επιβίωση του αγριόγιδου κατά τον χειμώνα εξασφαλίζεται κατά κύριο λόγο από τα ενεργειακά αποθέματα που συνέλεξε κατά το καλοκαίρι και τα οποία αποθηκεύονται κυρίως στο ήπαρ και τους μυς ως γλυκογόνο και ειδικά γύρω από τα νεφρά και κάτω από το περιτόναιο, ως ποσότητα λίπους.

Γεωγραφική εξάπλωση

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν σήμερα γύρα στα 1500 αγριόγιδα, τα οποία κατανέμονται σε 6 διακριτές γεωγραφικές ενότητες, στις οποf ες και συγκροτούν 30 πληθυσμούς. Επίσης θεωρείται πιθανή η παρουσία υπολειμματικών πυρήνων εξάπλωσης του είδους ή επανεμφάνιση αυτού σε περίπου 10 ακόμα περιοχές της χώρας. Γενικά, το πρότυπο κατανομής του αγριόγιδοu στην Ελλάδα είναι κατακερματισμένο.
Οι έξι γεωγραφικές ενότητες που διατηρούν Ομάδες Πληθυσμών Αγριόγιδοu στη χώρα μας εfναι οι εξής: Οροσειρά Βόρειας Πίνδου, Οροσειρά Κεντρικής & Νότιας Πίνδου, Βουνά της Ρούμελης, Όλυμπος, Ευρύτερη περιοχή οροσειράς Ροδόπης-Φαλακρού, Βουνά Βόρειων-Βορειοδυτικών συνόρων.
Τα περισσότερα αγριόγιδα υπάρχουν στη Βόρεια Πίνδο και συγκεκριμένα στα βουνά Τύμφη, Σμόλικας, Τραπεζίτσα, Αυγό- Φλέγγες, Σμόλικας και Γράμμος. Αναφορικά με την περιοχή του Πωγωνίου πληθυσμός αγριόγιδου υπάρχει στο όρος Νεμέρτσικα (Μερόπη), κυρίως στο αλβανικό τμήμα του και οριακά στο ελληνικό, και έχουν υπάρξει σποραδικές εμφανίσεις του είδους στον Γ ορμό, στο Μπόζοβο (Κουτσόκρανο) και στα όρη Τσαμαντά ( Μοuργκάνα ).
Συνήθως-αλλά όχι απαραίτητα-σε έναν πληθυσμό αγριόγιδου στην Ελλάδα η πληθυσμιακή δομή έχει ως εξής:

30-35 % Αρσενικά ενήλικα, 30-35% Θηλυκά ενήλικα, 10-15% Βετούλια και 20-25% Κατσίκια.

Βιότοπος- Ενδιαιτήματα

Σε γενικές γραμμές, ο βιότοπος του αγριόγιδου αποτελείται από δύο κύρια μέρη. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, τα αγριόγιδα συχνάζουν σε μεγάλα υψόμετρα, πάνω από τα δασοόρια, σε αλπικά ή υπο-αλπικά λιβάδια και γυμνά βράχια. Αργότερα, στο τέλος του φθινοπώρου, κινούνται προς τα κάτω και έτσι, το χειμώνα και την άνοιξη, συναντώνται συνήθως σε απότομες δασωμένες πλαγιές που βρίσκονται σε χαμηλότερα υψόμετρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα αγριόγιδα ενός πληθυσμού (ή συγκεκριμένα άτομα αυτού) παραμένουν μέσα στο δάσος, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ή ακόμα και όλο το χρόνο.

Οικολογία- Συνήθειες

Τα θηλυκά με τα μικρά ζουν σε ομάδες (κοπάδια), οι οποία συνήθως αποτελούνται από 5 έως 15 άτομα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να φτάσουν ακόμα και τα 40 με 50 ζώα. Βασικό ρόλο στο κοπάδι παίζει το τρίπτυχο «γιαγιά-μητέρα-κόρη».Αρχηγός του κοπαδιού είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο έμπειρα θηλυκά. Τα μέλη του κοπαδιού είναι «υποχρεωμένα» να ακολουθούν αυστηρούς κανόνες ιεραρχίας, όπου τα πιο «αδικημένα» είναι τα νεαρά ζώα.

Σε περίπτωση κινδύνου η αρχηγός του κοπαδιού ή κάποιο άλλο έμπειρο ζώο, βγάζει ένα χαρακτηριστικό ήχο, σαν σφύριγμα, ειδοποιώντας τα άλλα για την παρουσία απειλής.
Τα αρσενικά ζουν μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες με πολύ χαλαρή συνοχή, εκτός από την περίοδο του ζευγαρώματος, κατά τη διάρκεια της οποίας για ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα θα «παίξουν» το ρόλο του αρχηγού σε ένα κοπάδι θηλυκών.
Ζευγαρώνουν του φθινοπωρινούς μήνες (αρχές Οκτωβρίου- αρχές Δεκεμβρίου).Τα θηλυκά γεννούν ένα μικρό έπειτα από περίπου 160-170 ημέρες κυοφορίας, δηλαδή τον Μάιο (μέσαΑπριλίου-αρχές Ιουνίου).
Τα αγριόγιδα τρέφονται κυρίως με διάφορα ποώδη φυτά και συμπληρωματικά και ανάλογα με την εποχή -και συνεπώς με τη διαθεσιμότητα της τροφής- με φύλλα πλατυφύλλων, βελόνες κωνοφόρων, κλαδάκια δέντρων, μπουμπούκια και λειχήνες.

Οι απειλές

Οι βασικότερες σήμερα καταγεγραμμένες απειλές για τη διατήρηση του αγριόγιδου στην Ελλάδα είναι η λαθροθηρία και η διάνοιξη δασικών και ορεινών δρόμων στους βιότοπούς του που διευκολύνουν κατά πολύ την πρόσβαση των λαθροκυνηγών. Νόμιμο κυνήγι για το αγριόγιδο δεν υφίσταται μια και το είδος είναι προστατευόμενο από το 1969 έως σήμερα. Η παρουσία γενικά κοπαδιών οικόσιτων ζώων σε εγγύτητα ή μέσα στο βιότοπο του αγριόγιδου επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα αγριόγιδα χρησιμοποιούν το βιότοπο. Σημαντικό πρόβλημα ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί η μεταφορά ασθενειών από τα κοπάδια των οικόσιτων ζώων προς τα αγριόγιδα. Η προώθηση σχεδίων μαζικού τουρισμού, όπως εγκαταστάσεις χιονοδρομικών κέντρων, η ευρείας κλίμακας εξόρυξη μεταλλευμάτων στους βιότοπους του αγριόγιδου και η κατασκευή και εγκατάσταση βιομηχανικών αιολικών πάρκων στα ενδιαιτήματα του είδους έρχονται σε αντίθεση με τις όποιες προσπάθειες γfνονται για την προστασία του. Τα μικρά πληθυσμιακά μεγέθη και τα εμπόδια στις διαπληθυσμιακές επικοινωνίες -που οδηγούν στην πλήρη γεωγραφική απομόνωση- εγκυμονούν συνεχώς κινδύνους γενετικής αποδυνάμωσης των μικρών πληθυσμών του αγριόγιδου.
Τέλος, η κλιματική αλλαγή και η ενδεχόμενη μετάβαση σε συνθήκες θερμότερου κλίματος στη χώρα μας, δύναται να επηρεάσει αρνητικά τους πληθυσμούς του αγριόγιδου, ιδιαίτερα αυτούς που βρίσκονται στη νότια Ελλάδα.

Facebook
Print
Twitter

Πρόσφατα άρθρα